- ἐρευθήεις
- ἐρευθ-ήεις, εσσα, εν,A red, A.R.1.727, Nic. Th.899 (v.l. -ιόεις).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερευθήεις — ἐρευθήεις, εσσα, εν (Α) [έρευθος] ερυθρός («μέση μὲν ἐρευθήεσσα τέτυκτο», Απολλ. Ρόδ.)· … Dictionary of Greek
ἐρευθήεις — red masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευθήεντι — ἐρευθήεις red masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευθήεσσα — ἐρευθήεις red fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερευθής — ἐρευθής, ές και ἐρευθήεις, εσσα, εν (Α) [έρευθος] ερυθρός, κόκκινος … Dictionary of Greek